- ξηροβατικός
- -ή, -ό (Α ξηροβατικός, -ή, -όν)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικάζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνώναρχ.(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -βατικός (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. υγρο-βατικός. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως επιστημονικός όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.